- δοξάσης
- δόξασιςformation of opinionfem nom/voc pl (doric aeolic)δοξά̱σης , δοκέωexpectaor part act fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δοξάσῃς — δοξάζω think aor subj act 2nd sg δοξά̱σῃς , δοκέω expect aor part act fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοξάσηις — δοξάσῃς , δοξάζω think aor subj act 2nd sg δοξά̱σῃς , δοκέω expect aor part act fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίσσιος — και περίσσος, α, ο, ΝΜ 1. αυτός που πλεονάζει, που περισσεύει, ο περισσός, ο υπεράριθμος («εις τα περίσσια ανάμεσα κεριά και τες λαμπάδες», Σολωμ.) 2. άφθονος, πολύ πλούσιος σε κάτι («έχουν περίσσια κάλλη», Σολωμ.) 3. αυτός που ξεπερνά το μέτρο,… … Dictionary of Greek